- ἀδικοπραγής
- ἀδῐκο-πρᾱγής, [dialect] Ion. [suff] ἀδῐκο-πρηγής, ές,A acting wrongly, Perict. ap. Stob.4.28.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδικοπραγής — ἀδικοπραγής, ές (Μ) αυτός που κάνει κάτι άδικα, που κάνει αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγής < πέπραγα, πράττω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδικοπραγία] … Dictionary of Greek